ποθεινοτέραν

ποθεινοτέραν
ποθεινοτέρᾱν , ποθεινός
full of longing
fem acc comp sg (attic doric aeolic)
ποθεινοτέρᾱν , ποθεινός
full of longing
fem acc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποθεινότερος — έρα, ον ΜΑ πιο επιθυμητός από κάποιον άλλο (α. «τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες», Θουκ. β. «ποθεινότερον δ αὐτοῑς εἶναι τὸν θάνατον τοὺ βίου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. συγκριτ. βαθμός τού επιθ. ποθεινός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”